παιδοκομώ

παιδοκομώ
-έω και -άω (Α παιδοκομῶ, -έω) [παιδοκόμος]
φροντίζω για τη σωστή ανάπτυξη και ανατροφή τών παιδιών
νεοελλ.
(ιδίως στη Μάνη) (για γυναίκα) γεννώ και ανατρέφω παιδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιδοκομώ — παιδοκόμησα 1. φροντίζω για την τροφή και γενικά για την περιποίηση των παιδιών: Είμαι υπεύθυνη για 10 παιδιά, που τα παιδοκομώ μόνη μου. 2. κάνω παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδοκόμῳ — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμωι — παιδοκόμῳ , παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”